τοπωνυμικός

τοπωνυμικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που έχει σχέση με τις τοπωνυμίες: Τοπωνυμικές μελέτες.
2. το ουδ. ως ουσ., τοπωνυμικό το σύνολο των τοπωνυμίων μιας χώρας: Τοπωνυμικό Μακεδονίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τοπωνυμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τοπωνύμια 2. το ουδ. ως ουσ. το τοπωνυμικό α) το σύνολο τών τοπωνυμίων μιας περιοχής ή μιας χώρας («τοπωνυμικό τής Κύπρου») β) γραμμ. λέξη που δηλώνει τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνυμία. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”